μεσοπύργιον

μεσοπύργιον
μεσοπύργιον
wall between two towers
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσοπύργιον — μεσοπύργιον, τὸ (Α) το τείχος μεταξύ δύο πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πύργος (πρβλ. προ πύργιον)] …   Dictionary of Greek

  • μεσοπυργίοις — μεσοπύργιον wall between two towers neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπυργίου — μεσοπύργιον wall between two towers neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπυργίων — μεσοπύργιον wall between two towers neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπυργίῳ — μεσοπύργιον wall between two towers neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπύργια — μεσοπύργιον wall between two towers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”